- γυναικότητα
- και γυναικότη, ηγυναικείο φύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός. Η λ. γυναικότης μαρτυρείται από το 1761 στον λόγιο Ιώσηπο Μοισιόδακα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek